- οξύϊνος
- η , ο[ν] буковый;сделанный из букового дерева
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξύϊνος — η, ο (ΑΜ ὀξύϊνος και ὀξέϊνος, η, ον) βλ. οξένιος … Dictionary of Greek
ὀξυίνην — ὀξύινος of beech wood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυίνῳ — ὀξύινος of beech wood masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξένιος — α, ο και οξέινος και οξύινος, η, ο (ΑΜ ὀξύϊνος, Α και ὀξέϊνος, η, ον) [οξιά] κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς … Dictionary of Greek